Το βράδυ της 6/ 12 δεν θα το ξεχάσουμε εύκολα. Όχι γιατί η δολοφονία του Αλέξη ήταν αδιανόητη. Η κρατική βία όσο και αν προσπαθεί να συγκροτηθεί σε πιο παραγωγικές εκδοχές κυριαρχίας θα παλινδρομεί διαρκώς στις απαρχές μιας δαπανηρής μορφής βίας, διατηρώντας στη δομή της ένα (παρα)κράτος που δεν πειθαρχεί στις επιταγές της νεωτερικής πειθάρχησης, επιτήρησης και ελέγχου των σωμάτων, παρά επιλέγει την εξόντωση του ανυπάκουου σώματος, πληρώνοντας το πολιτικό τίμημα που συνεπάγεται η επιλογή αυτή.
Όταν ο μπάτσος φωνάζει: ε, εσύ, το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται η προσταγή αυτή και το οποίο στρέφει το σώμα του στη φορά της εξουσίας, στο κάλεσμα του μπάτσου, είναι αθώο εξ ορισμού, εφόσον ανταποκρίνεται στη φωνή που το εγκαλεί ως προϊόν της εξουσίας. Το υποκείμενο που δεν πειθαρχεί στο κάλεσμα αυτό αλλά παρακούει, όσο χαμηλόφωνη κι αν είναι η στιγμή αυτή της ανυπακοής, ακόμα κι αν δεν πέταξε μολότοφ στο μπατσικό, αλλά ένα πλαστικό μπουκάλι, είναι μια στιγμή που η εξουσία χάνει τη σημασία της και γίνεται κάτι άλλο, μια παραβίαση που πρέπει να ρυθμιστεί. Όταν προσβάλλεται η ανδρική τιμή του φασιστόμπατσου, αυτός μπορεί και να σκοτώσει για να προστατεύσει, όπως ο ίδιος θα ισχυριστεί, τα παιδιά και την οικογένειά του. Η ηθική τάξη και η ανδρική κυριαρχία, αλλιώς η πιο χαρακτηριστική μορφή συμβολικής και υλικής βίας που εγκαθιστά το έμφυλο καθεστώς, έκαναν δυνατή τη δολοφονία του Αλέξη, πλαισίωσαν τη δολοφονία, παρήγαγαν την ‘αλήθεια’ της και έγινε πραγματικότητα.
Μαζί με αυτήν, στο τραγικό όριο ενός θανάτου που δίνει σημασία στις ζωές που ορίζονται στη σκιά του, έγινε πραγματικότητα η εξέγερση, η αδιανόητη, απρόβλεπτη αυτή αναστάτωση των κοινωνικών ρυθμών, του σπασμένου χωροχρόνου, των μη δομημένων πια δομών, του ορίου ανάμεσα σε αυτό που υπάρχει και αυτό που πρόκειται να έρθει. Μια στιγμή χαράς και παιχνιδιού, φόβου, πάθους και οργής, σύγχυσης και συνείδησης, οδυνηρής, δυναμικής και γεμάτης υποσχέσεις. Μιας στιγμής παρόλα αυτά.. που ή θα φοβηθεί τον εαυτό της και θα συντηρεί τους αυτοματισμούς που τη δημιούργησαν ή θα αρνείται διαρκώς τον εαυτό της για να γίνεται κάθε στιγμή κάτι άλλο από αυτό που ήταν την προηγούμενη, προκειμένου να μην καταλήξει στην νομοτέλεια των πνιγμένων στην κανονικότητα εξεγέρσεων που υπερασπιζόμενες τους εαυτούς τους γίναν μια άλλη μορφή εξουσίας.
Πώς όμως έγινε δυνατή η εξέγερση; Ποιο δίκαιο των εξεγερμένων δικαιώθηκε αυτή τη στιγμή, σε αυτό το σημείο, για αυτό το δολοφονημένο σώμα; Πώς κοινωνικοποιήθηκε αυτό το σύμβολο; Ο Αλέξης ήταν ‘ο δικός μας Αλέξης’, δεν ήταν άλλος, δεν ήταν ξένος, δεν ήταν μετανάστης. Μαζί του θα ταυτιστούν δεκαπεντάχρονοι μαθητές και μαθήτριες, μανάδες θα φοβηθούν μήπως μέσα από το σώμα αυτό πενθήσουν το δικό τους παιδί, καθεστωτικές φωνές θα τον εθνικοποιήσουν ως ήρωα, το σώμα του δεκαπεντάχρονου είχε σημασία, η ζωή του ήταν άξια να βιωθεί, η διακοπή της ήταν επίθεση στη δημόσια σφαίρα και γι’ αυτό το πένθος για τον Αλέξη είναι δυνατό, σχεδόν επιβάλλεται. Η σφαίρα αυτή στράφηκε ενάντια στην κοινότητα, με την οποία οι εξεγερμένοι και εξεγερμένες δεν ταυτιζόμαστε, όπως δεν ταυτιζόταν ο Αλέξης, αλλά πολλές και πολλοί έχουμε το προνόμιο να ανήκουμε, αφού οι άλλοι μας αναγνωρίζουν ως δικούς τους. Η αφήγηση για τον Αλέξη θα ξαναγραφτεί από το τέλος, ήταν καλό παιδί, είπαν. Η εξέγερση, την οποία δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε, έγινε δυνατή μέσα από τις ίδιες τις ρωγμές της εξουσίας που αποφασίζει ποια σώματα έχουν σημασία στο κοινωνικό δίκτυο σχέσεων δύναμης. Η εξέγερση, αυτός ο ύμνος στη μη κανονικότητα, είναι προϊόν της κανονικότητας, είναι η εκδίκηση για το ‘δικό μας’ σώμα που εξοντώθηκε, για το ίδιο μας το κοινωνικό σώμα. Η σφαίρα αυτή στράφηκε ενάντια στην κοινωνία όλη. Ήταν μια πληγή για κάθε αστό δημοκράτη που θέλει στο κράτος και τα όργανά του να καθρεφτίζεται η δική του ασφάλεια. Ήταν κήρυξη πολέμου του κράτους ενάντια στην κοινωνία. Το συμβόλαιο έσπασε, δεν υπάρχει συναίνεση. Η ηθική και πολιτική πράξη της αντίστασης έγινε δυνατή, κατανοητή, δίκαιη, ορατή από τη στιγμή που υπάγεται στα κριτήρια και τους όρους δικαίου της κυρίαρχης συμβολικής τάξης που συνέχει τον κοινωνικό ιστό.
Η αφετηρία αυτή δεν ματαιώνει το δίκαιο της εξέγερσης. Έτσι κι αλλιώς ο κυρίαρχος Λόγος, η εξουσία που δίνει όνομα, μορφή, σχήμα και σημασία στα πράγματα, το πεδίο κυρίαρχων νοημάτων από το οποίο αντλούνται οι κοινωνικές κατηγορίες προκειμένου να ρυθμίζονται οι ιεραρχημένες κοινωνικές σχέσεις, έχει εξοστρακίσει τους ‘κουκουλοφόρους’ από την κοινότητα αυτή, τους έχει περιορίσει στα επικίνδυνα όρια των παρυφών της για να δείχνει την αρχή και το τέλος της ανυπακοής. Να αντισταθούμε, αλλά όχι έτσι γιατί υπάρχει κίνδυνος, λένε. Αυτό που έχει να μας πει η κοινωνική νομιμοποίηση που συναντήσαμε στις απαρχές αυτής της πορείας είναι ότι ακόμα κι αν είμαστε μέσα στην εξουσία, αν είμαστε δικά της δημιουργήματα, είμαστε μέσα και ενάντιά της, είμαστε αυτό που κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό που είμαστε, για να αποκτήσει αυτή η ιστορική στιγμή τα δικά μας περιεχόμενα και όχι τις σημασίες από τις οποίες μπορεί και να επενδύεται, τις οποίες δεν μπορεί εν μία νυκτί να αποτινάξει. Και δεν μπορεί να διασχίσει ανέξοδα το όριο μεταξύ υποταγής και αυτόνομης δράσης γιατί αν ο εξεγερμένος χρειάζεται να επιστρατεύσει την αρρενωπότητά του για να πολεμήσει τον μπάτσο, χρειάζεται την ίδια στιγμή να την αμφισβητήσει ακριβώς επειδή είναι η εξουσία με την οποία πολεμάει τον μπάτσο. Κι αυτή η αμφιθυμία στην καρδιά της υποκειμενικότητάς μας, ο διχασμός που μας κλονίζει, ή που θα έπρεπε να μας κλονίζει είναι το ηθικό μεγαλείο που διαδραματίζεται στα περιθώρια του θορύβου της εξέγερσης, μέσα μας και γύρω μας, τα ήσυχα βράδια που αναρωτιόμαστε τι να συμβαίνει τώρα, τι έχει πάει στραβά και ακούμε μόνο σιωπές.
Τίποτα δεν υπάρχει χωρίς το νόημα που του αποδίδεται. Οι στρατηγικές αντίστασης μπορεί να γίνουν στρατηγικές εξουσίας, το χάος θα επαναδομήσει τις σχέσεις εξουσίας, αν πολεμώντας τον κόσμο δεν πολεμούμε και τους εαυτούς που δημιουργήσαμε εντός του, μέσα στο πλέγμα ηθικοπολιτικών δεσμών στο οποίο πραγματώνεται ο εαυτός, αν επιτελούμε τον άνδρα τσαμπουκά, που τρελαίνεται και θολώνει από το ‘συναίσθημα’, αν παγιωνόμαστε σε θέσεις που πυκνώνουν σε σημεία εξουσίας.
Η (ΑΥΤΟ)ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
french translation
L’ (auto)destruction, c’est de la création….
Le soir du 6/ 12 ne sera pas facilement oublié. Pas parce que l’assassinat d’Alexis était incroyable. La violence de l’état a beau essayer de s’organiser en des versions dominatrices plus productives, elle rétrogradera constamment aux débuts d’une forme de violence dispendieuse, en conservant dans sa structure un (extra) état qui ne discipline pas aux ordres de la discipline modernisée, de la surveillance et du contrôle des corps, or, il choisit l’extermination du corps désobéissant en payant le prix politique qui ressort de ce choix.
Lorsque le flic crie : « eh, toi ! », le sujet auquel s’adresse ce commandement et qui tourne son corps vers la direction du pouvoir, vers l’appel du flic, est par définition innocent, puisqu’ il répond à la voix qui l’appelle en tant que produit du pouvoir. Le sujet qui ne discipline pas mais désobéit à cet appel, même si ce moment de désobéissance se déroule à voix basse, même si cette personne n’a pas lancé une bouteille en feu vers la voiture des flics mais une bouteille plastique, constitue un cas où le pouvoir perd sa signification et devient quelque chose d’autre, une violation qui doit se régler. Quand l’honneur masculin du flic- fasciste est vexé, il peut même tuer pour protéger, comme lui-même va prétendre, ses enfants et sa famille. L’ordre moral et la dominance masculine, en d’autres mots, la forme la plus caractéristique de violence symbolique et matérielle instaurée par le régime sexué, ont rendu l’assassinat d’Alexis possible, ils l’ont encadré, ils ont produit sa ‘vérité’ et voilà, il a eu lieu.
Avec l’assassinat, à la limite tragique d’une mort qui donne du sens aux vies qui existent sous son ombre, il a eu aussi lieu la révolte, cet incroyable, imprévu bouleversement des rythmes sociaux, du temps et de l’espace brisés, des structures enfin déstructurées, de la borne entre celui-ci qui existe et celui-là qui viendra. Un moment de joie et de jeu, de peur, de passion et de rage, de confusion et de conscience, un moment douloureux, dynamique et fort prometteur. Un moment, pourtant, qui, soit il aura crainte de soi-même et maintiendra les automatismes qui l’ont créé soit il répudiera sans cesse soi-même afin de se transformer pendant tout instant qui passe, afin de ne pas aboutir au déterminisme des révoltes étouffées dans la normalité, des révoltes qui en se défendant, elles ont fini par devenir un autre type de pouvoir.
Mais comment la révolte, a-t-elle devenue possible ? Quel droit des insurgés a été justifié à ce moment-là, à ce point-là, pour ce corps assassiné ? Comment a ce symbole été sociologisé ? Alexis était ‘notre Alexis’, il n’était pas quelqu’un d’autre, il n’était pas étranger, il n’était pas réfugié. Des élèves de 15 ans seront identifié(e)s à lui, des mères auront peur qu’a travers ce corps elles ne pleurent leur propre enfant, des vois du régime le nationaliseront en tant que héros, le corps du garçon avait du sens, sa vie devait être vécue, son interruption était une attaque contre la sphère sociale et c’est pour cela que le deuil pour Alexis est possible, voire impératif. Cette balle a percé la communauté à laquelle les révoltés et les révoltées ne s’identifient pas, comme ne le faisait Alexis non plus, mais nombreux et nombreuses entre nous ont le privilège d’en faire part puisque les autres nous reconnaissent en tant que tels. Le récit pour Alexis sera réécrit dès la fin, il était un bon garçon, ont-ils dit. La révolte, qu’on ne pourrait pas prévoir, s’est rendue possible à travers les ruptures de la société qui décide quels corps ont de l’importance au sein du réseau social de relations de pouvoir. La révolte, cet hymne à la non- normalité, est un produit de la normalité, elle est la vengeance pour ‘notre propre’ corps qui a été supprimé, pour notre propre corps social. Cette balle a percé la société entière. C’était une blessure pour tout bourgeois démocrate qui souhaite que l’état et ses institutions reflètent sa propre sécurité. C’était une déclaration de guerre de la part de l’état contre la société. Le contrat a été rompu, il n’y pas de consentement. L’acte politique et moral de la résistance est devenu possible, compréhensible, juste, visible du moment qu’elle est du ressort des critères et des termes de la classe symbolique dominante qui retient le tissu social.
Ce point de départ n’annule pas le fait que la révolte est dans son droit. D’ailleurs, le Discours souverain, le pouvoir qui attribue un nom, une forme et un sens à toute chose, le champ des sens dominants où se sont puisées les catégories sociales afin de réglementer les relations sociales hiérarchisées, a ostracisé les ‘gens à cagoule’ de cette communauté, ils sont restreints aux limites dangereux de ses lisières pour pouvoir montrer le début et la fin de la désobéissance. Résister, mais pas ainsi, car il y du danger, nous disent-ils. Ce que la légitimation sociale qu’on a rencontrée aux débuts de cette marche a à nous dire, c’est que même si on se trouve dans le pouvoir, même si on est ses propres créations, on est dans lui et contre lui, on est ce qu’on fait pour changer ce qu’on est, pour que cette conjoncture historique obtienne nos propres contenus et pas les significations qui pourraient l’investir et dont elle ne saurait se débarrasser en une nuit. Et elle ne peut pas traverser intacte la limite entre la soumission et l’action autonome car si le révolté doit mobiliser sa masculinité pour lutter contre le flic, en même temps il doit la contester. Car c’est exactement le pouvoir avec lequel il lutte contre le flic. Et cette ambivalence de sentiment au cœur de notre subjectivité, cette dichotomie qui nous ébranle ou qui devrait nous ébranler, elle constitue notre grandeur morale qui se déroule en marge du bruit de la révolte, chez nous et autour de nous, pendant les soirées tranquilles qu’on se demande « Qu’est-ce qui se passe maintenant ?’, ‘Qu’est-ce qui n’a pas marché et on n’entend que du silence ?’.
Rien n’existe sans le sens qu’on lui attribue. Les stratégies de résistance peuvent devenir des stratégies de pouvoir, le chaos va restructurer les relations de pouvoir, si en luttant contre le monde on ne lutte pas également contre nos personnalités qu’on a construites au sein de ce monde, au sein du réseau des liaisons morales et politiques ou notre accomplissement a lieu, si on construit un homme macho qui devient fou et embrouillé par ‘l’émotion’, si on se fige dans des positions qui s’épaississent en des points de pouvoir.
Filles à la révolte.
english translation
(Self) destruction is creation
(collective translation of a leaflet circulated in the occupied Athens School of Economics and elsewhere, written by the “girls in revolt”)
We won’t forget the night of December 6th that easily. Not because the assassination of Alexis was incomprehensible. State violence, as much as it might try to construct itself into more productive formations of sovereignty, will endlessly return to dear and archetypal forms of violence. It will always retain within its structure a state disobeying the modernist command for discipline, surveillance and control of the body - opting, rather, for the extermination of the disobedient body and chosing to pay the political cost coming with this decision.
When the cop shouts “hey, you”, the subject to which this command is directed and which turns its body in the direction of authority (in the direction of the call of the cop) is innocent by default since it responds to the voice reproaching it as a product of authority. The moment when the subject disobeys this call and defies it, no matter how low-key this moment of disobedience might be (even if it didn’t throw a molotov to the cop car but a water bottle) is a moment when authority loses its meaning and becomes something else: a breach that must be repaired. When the manly honour of the fascist-cop is insulted he may even kill in order to protect (as he himself will claim) his kids and his family. Moral order and male sovereignty - or else the most typical form of symbolic and material violence - made possible the assassination of Alexis; they proped the murder, produced its “truth” and made it a reality.
Along with this, at the tragic limit of a death that gives meaning to lives shaped by its shade, revolt became a reality: this incomprehensible, unpredictable convulsion of social rhythms, of the broken time/space, of the structures structured no more, of the border between what is and what is to come.
A moment of joy and play, of fear, passion and rage, of confusion and some consciousness that is grievous, dynamic and full of promises. A moment which, regardless, will either frighten itself and preserve the automations that created it or will deny itself constantly in order to become at each moment something different to what it was before: all in order to avoid ending up at the causalıty of revolts suffocated ın normalıty, revolts becoming another form of authority whilst defending themselves.
How did this revolt become possible? What right of the insurgents was vindicated, at what moment, for what murdered body? How was this symbol socialised? Alexis was “our Alexis”, he was no “other”, no foreigner, no migrant. High school students could identify with him; mothers feared losing their own child; establishment voices would turn him into a national hero. The body of the 15-year old mattered, his life was worth living, its ending was an assault against the public sphere - and for this reason mourning Alex was possible and nearly necessary. This sphere turned against a community us who revolted don’t identify with, exactly like Alexis did not identify. This is a community, regardless, in which many of us many have the priviledge to belong since the others recognise us as their own. The story of Alexis will be writen from its end. He was a good kid, they said. The revolt, which we would have been unable to predict, became possible through the cracks of authority itself: an authority deciding what bodies matter in the social network of relations of power. The revolt, this hymn to social non-regularity, is a product of regularity… It is the revolt for “our own” body that was exterminated, for our own social body. The bullet was shot against the society as a whole. It was a wound on every bourgeiois democrat who wants their own security to be reflected upon the state and its organs. The bullet was a declaration of war against society. The social contract was breached - there is no consensus. The moral and political act of resistance became possible, understandable, just, visible at the moment when it came under the terms and conditions of justice of the dominant symbolic order encompassing the social fabric.
This starting point does not cancel the righteousness of the uprising. Because the dominant Speech, the authority that gives name, shape and meaning to things, the range of dominant ideas from which the concept of social segmentation derives so as to control the hierarchical social relations have all already excluded the “hooded youths” from this community. They have cornered them at the community’s dangerous borderline in order to set the limits of disobedience.
They tell us to resist but not in this fashion, they say, because it is dangerous. What the social legitimation we came across at the beginning of all this has got to tell us is that even if we are tangled in the web of authority, even if we are its creations, we are inside and against it; we are what we do in order to change who we are. We want this historical moment to adopt the content we have set ourselves and not the meanings from which it can escape overnight.
It is not possible for this authority to bloodlessly cross the boundary between obedience and autonomous action, since if the rebels need to muster up their masculinity in order to fight the cop, they need to question it at the same time because it constitutes the authority they use to fight the cop. And this ambivalence lies at the heart of our subjectivity, it is a contradiction that tears us apart and forms the moral splendour that takes place in the margins of the rebellion, outside and inside us, on the quiet nights when we wonder what is going on now, what has gone wrong, and we can only hear silence.
Nothing exists without the meaning assigned to it. Resistance strategies can turn into strategies of authority: Chaos will recreate a hierarchy in social relationships unless we fight with ourselves while fighting the world, some selves that we formed as part of this world: we have grown within the moral and political limits this world sets, within the moral-political ties in which the self comes into being… It will recreate itself into a hierarchy, should we not bring off male macho behaviour that goes berzerk and gets carried away by emotion, should we adopt positions that densify in positions of authority.
girls in revolt
1 σχόλιο:
ποιος/α έκανε την μετάφραση στα γαλλικα; Συγχαρητήρια!
Δημοσίευση σχολίου