Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Σε ψάχνω στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων...

Μία ντουζίνα 15χρονοι, δύο ειδικοί φρουροί και τρεις πυροβολισμοί ήταν αρκετά για να σταματήσουν για λίγο τους λεπτοδείκτες του αστικού χρόνου. Η υπόθεση της δολοφονίας του αλέξη γρηγορόπουλου και των γεγονότων που ακολούθησαν εγείρουν ζητήματα που φωτίζουν για ακόμη μία φορά τόσο τις αντιφάσεις της αστικής δημοκρατίας όσο και τις αφελείς κατακτήσεις της ανθρωπιστικής προπαγάνδας. Γιατί εκείνο το βράδυ στο άκουσμα της είδησης γνωρίζαμε πως δεν επρόκειτο για έναν απλό θάνατο, δεν επρόκειτο για μία απλή απώλεια ζωής. Τούτη η παρατήρηση δε θα μπορούσε παρά να μας αναγκάσει να εστιάσουμε στο γεγονός πως αυτός ο θάνατος συνιστούσε πρώτα απ’ όλα μία απώλεια στα πλαίσια μίας πολιτικής σύγκρουσης, μίας σύγκρουσης που οι επόμενες μέρες βοήθησαν να φανεί πως δεν είναι παρά μια σχέση πολέμου. Προς τι, λοιπόν, η επιμονή στην ηλικία του θύματος; Προς τι η εστίαση στις αθώες καταβολές του και στις ακόμη πιο αθώες προθέσεις του; Η αστική οργή που εκφράστηκε ομόφωνα μέσα από τις συγχύσεις και τις εμμονές των ΜΜΕ αποδεικνύει πως εκείνο που δεν μπόρεσε να δεχτεί η ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση η αστική δημοκρατία είναι ο θάνατος ενός ανθρώπου ο οποίος δεν πρόλαβε να πάρει θέση σε αυτή τη σχέση πολέμου. Ενός ανθρώπου που δεν πρόλαβε ακόμη να συμβολοποιήσει και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του και επομένως να υπερβεί την “αθωότητα” στην οποία οι επίσημοι διαχειριστές του πένθους τον ανάγκασαν να καθηλωθεί. Εξ’ ου και θάνατος άδικος. Άδικο τέλος για μία ζωή που μόλις άρχιζε (πολιτικά) να διαμορφώνεται. Ακριβώς αυτό, όμως, είναι το σημείο στο οποίο θα όφειλε να σταθεί κανείς. Γιατί το να μη δέχονται τη διαχείριση (και στην ακραία της έκφανση και το θάνατο) μίας ζωής που δεν έχει ακόμη πολιτική χροιά αναιρεί προκλητικά το κυρίαρχο βιοπολιτικό αίτημα που εξαναγκάζει εδώ και τρεις αιώνες τη ζωική διάσταση να αναλάβει πολιτικό χρέος, εξαναγκάζοντας, δηλαδή, αυτούς που έτυχε να γεννηθούν “άλλοι” σε έναν καθ’ όλα πολιτικό θάνατο.

Ο φόνος του αλέξη γρηγορόπουλου από το πιστόλι του μπάτσου επαμεινώνδα κορκονέα ήταν, λοιπόν, μία εξαναγκαστική πολιτική τοποθέτηση για τον πρώτο και μία υπερήφανη πολιτική επίδειξη για το δεύτερο. Η δολοφονία αυτή απέδειξε, τελικά, πως δε χρειάζεται να πάρεις θέση σε αυτή τη πολιτική σχέση πολέμου για να πεθάνεις πολιτικά. Και αυτό είναι που εσκεμμένα διέφυγε από τους κρατικούς-αστικοδημοκρατικούς αισθητήρες. Ότι αυτός ο φόνος ήταν πρώτα απ’ όλα μία πράξη πολιτική, ήταν η ίδια η πεμπτουσία του κράτους ως πολιτικού σχηματισμού, σε πείσμα όλων εκείνων των αποπειρών να αναδειχθεί ο θάνατος του αλέξη σε απώλεια της φυσικής του, και μόνο, ζωής. Άσκοπες, επομένως, όλες οι προσπάθειες να αποδειχθεί η πραγματική τροχιά της σφαίρας. Άσκοπες και οι επιχειρήσεις να επιβεβαιωθεί η αθωότητά του ως τεκμήριο ενός άδικου θανάτου. Ο αλέξης γρηγορόπουλος πέθανε γιατί έζησε σε έναν κόσμο που μπορεί και εξαναγκάζει ακριβώς σε έναν τέτοιο θάνατο. Και αυτή είναι η ουσία τούτης της απώλειας. Το γεγονός, δηλαδή, πως αυτό το βίαιο τέλος δεν μπορεί παρά να ανακαλεί την οργανωμένη έννομη βία βάσει της οποίας συστάθηκε. Και μέσα σε μία τέτοια πραγματικότητα δεν υπάρχει άδικο και δίκαιο τέλος για εκείνους που δεν μπορούν να έχουν μερίδιο σε τούτη τη σύσταση. Υπάρχουν μονάχα τρόποι του τέλους. Ο αλέξης βίωσε ίσως τον πιο βίαιο απ’ αυτούς. Οι υπόλοιπες και οι υπόλοιποι απλώς θα συνεχίζουμε να βιώνουμε κάτι πιο ανάλαφρο και κάτι πιο υποσχόμενο. Ένα τέλος που ειρωνικά και παραπλανητικά θα μας υπενθυμίζει και τελικά θα μας πείθει πως ακόμη ζούμε. Γι’ αυτό και τούτο τον κόσμο απερίγραπτα το μισούμε...


Το μίσος μας γι’ αυτόν τον κόσμο δεν περιγράφεται!

Δεν υπάρχουν σχόλια: